- τενούτο
- το, Νάκλ. μουσ. οδηγία να κρατηθεί επίμονα και σταθερά ο ήχος ενός φθόγγου καθ' όλο το μήκος που προβλέπει η χρονική του αξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tenuto < μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. tenere «κρατώ» (< λατ. teneo «κρατώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.